διεκφυγόντες

διεκφυγόντες
διεκφεύγω
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διεκφεύγω — (Α) [εκφεύγω] 1. ξεφεύγω μέσα από κάτι, διαφεύγω 2. (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται κίνδυνος) ξεφεύγω, ξεγλιστρώ («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», Πλούτ.) νεοελλ. (αναφορικά με τη νόηση) ξεπερνώ τη διανοητική ικανότητα κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”